λαμπαδάρχης
English (LSJ)
ου, ὁ, A holder of the office of λαμπαδαρχία, JHS7.150 (Samos), CIG (add.) 3886 (Eumenia):— also λαμπᾰδάρχ-αρχος, IG12(5).176 ii (Paros), 11(2).203 A65 (Delos, iii B. C.), AJA19.446 (Opunt.Locr., iii B. C.).
Greek Monolingual
λαμπαδάρχης και λαμπάδαρχος, ό, θηλ. λαμπαδάρχισσα (Α)
αυτός που είχε το αξίωμα της λαμπαδαρχίας, επόπτης και χορηγός λαμπαδηδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -άρχης / -αρχος].