λαμπάδαρχος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
v. λαμπαδάρχης.
German (Pape)
[Seite 11] ὁ, od. λαμπαδάρχης, der Aufseher über den Fackellauf (s. λαμπάς) in Athen, eine Liturgie, Inscr.
Greek Monolingual
λαμπάδαρχος, ὁ (Α)
βλ. λαμπαδάρχης.