λαμπαδαρχία
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
ἡ, superintendence of the λαμπαδηδρομία, Arist.Pol.1309a19 (pl.), Rh.Al.1437b1, SIG1003.26 (pl., Priene, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 11] ἡ, Aufsicht über den Fackellauf in Athen, ein Teil der Gymnasiarchie, neben der Choregie als eine Liturgie genannt, Arist. pol. 5, 8, vgl. rhet. Alex. 30.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
présidence de la course aux flambeaux.
Étymologie: λαμπάς, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
λαμπᾰδαρχία: ἡ лампадархия (официальный надзор за факельным пробегом, см. λαμπαδηδρομία) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδαρχία: ἡ, ἡ ἐπίβλεψις τῆς λαμπαδηδρομίας, ὅπερ ἦτο μέρος τῆς γυμνασιαρχίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20, Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 15· - λαμπαδάρχης, ου, ὁ, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα τοῦτο, Συλλ. Ἐπιγρ. 2396, 3886 (προσθῆκ.)· ὡσαύτως -αρχος, 2360. 31· - λαμπαδαρχέω, ἐνεργῶ ὡς λαμπαδάρχης, 2396, 3498.
Greek Monolingual
λαμπαδαρχία, ἡ (Α)
(στην Αθήνα) το λειτούργημα του λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῖν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος].
Greek Monotonic
λαμπᾰδαρχία: ἡ (ἄρχος), επίβλεψη της λαμπαδηδρομίας, η οποία ήταν μέρος της γυμνασιαρχίας, σε Αριστ.
Middle Liddell
λαμπᾰδ-αρχία, ἡ, [ἄρχος]
the superintendence of the λαμπαδηδρομία, a branch of the Gymnasiarchia, Arist.