λαμπαδαρχία

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδαρχία Medium diacritics: λαμπαδαρχία Low diacritics: λαμπαδαρχία Capitals: ΛΑΜΠΑΔΑΡΧΙΑ
Transliteration A: lampadarchía Transliteration B: lampadarchia Transliteration C: lampadarchia Beta Code: lampadarxi/a

English (LSJ)

ἡ, superintendence of the λαμπαδηδρομία, Arist.Pol.1309a19 (pl.), Rh.Al.1437b1, SIG1003.26 (pl., Priene, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 11] ἡ, Aufsicht über den Fackellauf in Athen, ein Teil der Gymnasiarchie, neben der Choregie als eine Liturgie genannt, Arist. pol. 5, 8, vgl. rhet. Alex. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
présidence de la course aux flambeaux.
Étymologie: λαμπάς, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδαρχία:лампадархия (официальный надзор за факельным пробегом, см. λαμπαδηδρομία) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδαρχία: ἡ, ἡ ἐπίβλεψις τῆς λαμπαδηδρομίας, ὅπερ ἦτο μέρος τῆς γυμνασιαρχίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20, Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 15· - λαμπαδάρχης, ου, ὁ, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα τοῦτο, Συλλ. Ἐπιγρ. 2396, 3886 (προσθῆκ.)· ὡσαύτως -αρχος, 2360. 31· - λαμπαδαρχέω, ἐνεργῶ ὡς λαμπαδάρχης, 2396, 3498.

Greek Monolingual

λαμπαδαρχία, ἡ (Α)
(στην Αθήνα) το λειτούργημα του λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῖν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος].

Greek Monotonic

λαμπᾰδαρχία: ἡ (ἄρχος), επίβλεψη της λαμπαδηδρομίας, η οποία ήταν μέρος της γυμνασιαρχίας, σε Αριστ.

Middle Liddell

λαμπᾰδ-αρχία, ἡ, [ἄρχος]
the superintendence of the λαμπαδηδρομία, a branch of the Gymnasiarchia, Arist.