Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: λοξοειδής | Medium diacritics: λοξοειδής | Low diacritics: λοξοειδής | Capitals: ΛΟΞΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: loxoeidḗs | Transliteration B: loxoeidēs | Transliteration C: loksoeidis | Beta Code: locoeidh/s |
ές, A oblique, of the lower ribs, Ruf.Oss.25.
λοξοειδής: -ές, λοξῶς τὸ εἶδος, σκολιός, Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217.
-ές (Α λοξοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λοξό.
επίρρ...
λοξοειδώς (Μ λοξοειδῶς)
με λοξοειδή τρόπο.