λωτοειδής

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοειδής Medium diacritics: λωτοειδής Low diacritics: λωτοειδής Capitals: ΛΩΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lōtoeidḗs Transliteration B: lōtoeidēs Transliteration C: lotoeidis Beta Code: lwtoeidh/s

English (LSJ)

ές, A lotus-like (signf. III. I), Thphr.HP4.2.12.

Greek (Liddell-Scott)

λωτοειδής: -ές, πρὸς λωτὸν ὅμοιος (σημασ. IV), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 12.

Greek Monolingual

-ές (Α λωτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -ειδής].