μακροχρονιότης
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ητος, ἡ, = A longinquitas (sic), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μακροχρονιότης: -ητος, ἡ, μῆκος χρόνου ἢ διάρκεια ζωῆς, Γλωσσ.