μαλκόν

From LSJ
Revision as of 14:56, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλκόν Medium diacritics: μαλκόν Low diacritics: μαλκόν Capitals: ΜΑΛΚΟΝ
Transliteration A: malkón Transliteration B: malkon Transliteration C: malkon Beta Code: malko/n

English (LSJ)

A v. μάλκιος.

Greek (Liddell-Scott)

μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].