μεροποιός
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
όν, A creating parts, κίνησις πολλοποιὸς καὶ μ. Dam.Pr.221.
Greek Monolingual
μεροποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -ποιός].