μεροποιός

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεροποιός Medium diacritics: μεροποιός Low diacritics: μεροποιός Capitals: ΜΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: meropoiós Transliteration B: meropoios Transliteration C: meropoios Beta Code: meropoio/s

English (LSJ)

μεροποιόν, creating parts, κίνησις πολλοποιὸς καὶ μ. Dam.Pr.221.

Greek Monolingual

μεροποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -ποιός].