μεμαίκυλον
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
A v. μιμαίκυλον. μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. μεμακυῖα, v. μηκάομαι. μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. μεμάποιεν, μέμαρπον, v. μάρπτω. μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. μέμβλεται, μέμβλετο, v. μέλω. μέμβλωκα, v. βλώσκω. μεμβλώντων· τυχόντων, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μεμαίκυλον: ἴδε ἐν λέξ. μιμαίκυλον.
Greek Monolingual
μεμαίκυλον, τὸ (Α)
βλ. μιμαίκυλον.