μετρητέον
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
A one must measure, Pl. R.531a.
Greek (Liddell-Scott)
μετρητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μετρῶ, δεῖ μετρεῖν, Πλάτ. Πολ. 531Α.
Greek Monotonic
μετρητέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να μετρηθεί, σε Πλάτ.