μετρητέον
From LSJ
English (LSJ)
one must measure, Pl. R.531a.
Greek (Liddell-Scott)
μετρητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μετρῶ, δεῖ μετρεῖν, Πλάτ. Πολ. 531Α.
Greek Monotonic
μετρητέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να μετρηθεί, σε Πλάτ.
Full diacritics: μετρητέον | Medium diacritics: μετρητέον | Low diacritics: μετρητέον | Capitals: ΜΕΤΡΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: metrētéon | Transliteration B: metrēteon | Transliteration C: metriteon | Beta Code: metrhte/on |
one must measure, Pl. R.531a.
μετρητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μετρῶ, δεῖ μετρεῖν, Πλάτ. Πολ. 531Α.
μετρητέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να μετρηθεί, σε Πλάτ.