μολυβδοχόος

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A lead-smelter, Gloss. (μολιβδ-).

Greek Monolingual

ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο-χόος, χρυσο-χόος.