μολυβδοχόος

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοχόος Medium diacritics: μολυβδοχόος Low diacritics: μολυβδοχόος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΟΟΣ
Transliteration A: molybdochóos Transliteration B: molybdochoos Transliteration C: molyvdochoos Beta Code: molubdoxo/os

English (LSJ)

ὁ, lead-smelter, Glossaria (μολιβδ-).

Greek Monolingual

ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινοχόος, χρυσοχόος.