μυοφόνον
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
τό, A wolf's bane, Aconitum Anthora, Thphr.HP6.1.4, 6.2.9; cf. μυηφόνον. μυοχάνη, v. μυριοχαύνη.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
aconit, plante.
Étymologie: μυοφόνος.