νευροβάτης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A rope-dancer, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.8(4).213, Et.Gud.345.52: in Lat. form, Vopisc.Carin.19, Firm.Math.8.17.4.
Greek (Liddell-Scott)
νευροβάτης: -ου, ὁ, σχοινοβάτης· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.
Greek Monolingual
νευροβάτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο-βάτης, καρκινο-βάτης.