νεόκροτος

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκροτος Medium diacritics: νεόκροτος Low diacritics: νεόκροτος Capitals: ΝΕΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: neókrotos Transliteration B: neokrotos Transliteration C: neokrotos Beta Code: neo/krotos

English (LSJ)

ον, A greeted with fresh applause, νίκα Id.5.48.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκροτος: ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.

Greek Monolingual

νεόκροτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κρότος (πρβλ. πολύ-κροτος)].