οὐρηρός
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ά, όν, A urinary, ἄγγος Philum.Ven.14.5, cf. Aët.6.3, Sch.Ar.V.803.
German (Pape)
[Seite 418] zum Urin gehörig, ἀγγεῖον, Nachtgeschirr, Uringefäß, Schol. Ar. Vesp. 807 Erklärung von ἀμίς.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρηρός: -όν, ὁ πρὸς οὔρησιν, οὐρηρὸν ἀγγεῖον, οὐροδόχον ἀγγεῖον, ἀμίς, «κατουροκάνατον», Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 803.
Greek Monolingual
οὐρηρός, -ά, -όν (Α)
(συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].