παλιμπράτης

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπράτης Medium diacritics: παλιμπράτης Low diacritics: παλιμπράτης Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: palimprátēs Transliteration B: palimpratēs Transliteration C: palimpratis Beta Code: palimpra/ths

English (LSJ)

[πρᾱ], ου, ὁ, A = παλιγκάπηλος, Socr.Ep.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = παλιγκάπηλος, Σωκρ. Ἐπιστολ. 1.

Greek Monolingual

παλιμπράτης, ὁ (Α)
μεταπράτης, μεταπωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μετα-πράτης.