παλινδορία

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδορία Medium diacritics: παλινδορία Low diacritics: παλινδορία Capitals: ΠΑΛΙΝΔΟΡΙΑ
Transliteration A: palindoría Transliteration B: palindoria Transliteration C: palindoria Beta Code: palindori/a

English (LSJ)

ἡ, A mending of shoes: hence in concrete, mended shoes, Pl.Com.164, cf. Poll.6.164.

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, Leder zu Schuhsohlen, Poll. 6, 164; Plat. comic. bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παλινδορία: ἡ, εἰργασμένον δέρμα, σκύτος χρήσιμον διὰ πέλματα πεδίλων, Πλάτων. Κωμ. ἐν «Σύφρακι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 164, Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. προοιμ.

Greek Monolingual

παλινδορία, ἡ (Α)
1. κατεργασία δέρματος για πέλματα υποδημάτων
2. (με περιλπτ. σημ.) μπαλωμένα παπούτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δορία (< -δόρος < δορά)].