περίσπλαγχνος

Revision as of 19:54, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].

Greek Monotonic

περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.

Russian (Dvoretsky)

περίσπλαγχνος: великодушный, благородный, мужественный Theocr.

Middle Liddell

περί-σπλαγχνος, ον, [σπλάγχον]
great-hearted, Theocr.