περιπεφυλαγμένως

From LSJ
Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπεφῠλαγμένως Medium diacritics: περιπεφυλαγμένως Low diacritics: περιπεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΡΙΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peripephylagménōs Transliteration B: peripephylagmenōs Transliteration C: peripefylagmenos Beta Code: peripefulagme/nws

English (LSJ)

Adv. A very cautiously, gloss on ἀνακῶς, Erot. (περιφυλ- codd.).

German (Pape)

[Seite 587] wohl bewacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. ἀνακῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με μεγάλη προφύλαξη, πολύ προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφυλαγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφυλάσσω.