πλευστέον

Revision as of 20:31, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

or πλευστέα, (πλέω) A one must sail, πλευστέα Ar.Lys.411; πλευστέον… αὐτοῖς ἐμβᾶσι D.4.16, cf. Them.Or.27.337c.

Greek (Liddell-Scott)

πλευστέον: ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πλέω, δεῖ πλεῖν, πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· πλευστέον... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19.

Greek Monotonic

πλευστέον: ρημ. επίθ. από το πλέω, πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πλευστέον: adj. verb. к πλέω I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευστέον, adj. verb. van πλέω, er moet gevaren worden.