πλευστέον

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλευστέον Medium diacritics: πλευστέον Low diacritics: πλευστέον Capitals: ΠΛΕΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: pleustéon Transliteration B: pleusteon Transliteration C: plefsteon Beta Code: pleuste/on

English (LSJ)

or πλευστέα, (πλέω) one must sail, πλευστέα Ar.Lys.411; πλευστέον… αὐτοῖς ἐμβᾶσι D.4.16, cf. Them.Or.27.337c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλευστέον, adj. verb. van πλέω, er moet gevaren worden.

Russian (Dvoretsky)

πλευστέον: adj. verb. к πλέω I.

Greek (Liddell-Scott)

πλευστέον: ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πλέω, δεῖ πλεῖν, πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· πλευστέον... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19.

Greek Monotonic

πλευστέον: ρημ. επίθ. από το πλέω, πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.