πολιόφυλλον
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
τό, name of a herb, Hippiatr.31 (A v.l. πολιουφύλλα), 32; cf. πολίου φύλλον Gp.16.9.2.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
είδος πόας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλιον «είδος ποώδους φυτού» + φύλλον.