πόλιον

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόλιον Medium diacritics: πόλιον Low diacritics: πόλιον Capitals: ΠΟΛΙΟΝ
Transliteration A: pólion Transliteration B: polion Transliteration C: polion Beta Code: po/lion

English (LSJ)

τό,
A hulwort, Teucrium Polium, said to cause caprification, Thphr. HP 2.8.3, cf. 1.10.4, 7.10.5, Nic.Th.64, Orph.A.919, Dsc.3.110, Gal.6.731.
2 π. θαμνωδέστερον, Teucrium creticum, Dsc. l. c.
3 = ἕρπυλλος, Ps.-Dsc.3.38. (Cf. πολιόφυλλον.)

German (Pape)

[Seite 655] τό, ein stark riechendes Kraut, polium, nach seinen grau-grünen Blättern benannt; Nic. Th. 64; Theophr. u. Diosc.

Russian (Dvoretsky)

πόλιον: τό бот. предполож. дубровка (Teucria polium или Veronica chamaedrys) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πόλιον: τό, ἀρωματικόν τι φυτόν, ἴσως τὸ Teucrium polium, καὶ ποιωδῶν ἀείζωον, πόλιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού
2. το φυτό έρπυλλος
3. φρ. «πόλιον θαμνωδέστερον» — το φυτό τεύκριον το κρητικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πολιός, με αναβιβασμό τόνου. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματος του άνθους του].