πόλιον
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
τό,
A hulwort, Teucrium Polium, said to cause caprification, Thphr. HP 2.8.3, cf. 1.10.4, 7.10.5, Nic.Th.64, Orph.A.919, Dsc.3.110, Gal.6.731.
2 π. θαμνωδέστερον, Teucrium creticum, Dsc. l. c.
3 = ἕρπυλλος, Ps.-Dsc.3.38. (Cf. πολιόφυλλον.)
German (Pape)
[Seite 655] τό, ein stark riechendes Kraut, polium, nach seinen grau-grünen Blättern benannt; Nic. Th. 64; Theophr. u. Diosc.
Russian (Dvoretsky)
πόλιον: τό бот. предполож. дубровка (Teucria polium или Veronica chamaedrys) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πόλιον: τό, ἀρωματικόν τι φυτόν, ἴσως τὸ Teucrium polium, καὶ ποιωδῶν ἀείζωον, πόλιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού
2. το φυτό έρπυλλος
3. φρ. «πόλιον θαμνωδέστερον» — το φυτό τεύκριον το κρητικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πολιός, με αναβιβασμό τόνου. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματος του άνθους του].