Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Full diacritics: πορνογενής | Medium diacritics: πορνογενής | Low diacritics: πορνογενής | Capitals: ΠΟΡΝΟΓΕΝΗΣ |
Transliteration A: pornogenḗs | Transliteration B: pornogenēs | Transliteration C: pornogenis | Beta Code: pornogenh/s |
A spurius, Gloss.
-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε από πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θνητο-γενής].