πορνογενής

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνογενής Medium diacritics: πορνογενής Low diacritics: πορνογενής Capitals: ΠΟΡΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: pornogenḗs Transliteration B: pornogenēs Transliteration C: pornogenis Beta Code: pornogenh/s

English (LSJ)

spurius, Glossaria.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε από πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θνητογενής].

German (Pape)

ές, = πορνογέννητος (?).