πορνογενής
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
English (LSJ)
spurius, Glossaria.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που γεννήθηκε από πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θνητογενής].
German (Pape)
ές, = πορνογέννητος (?).