πομπευτήριος
From LSJ
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
English (LSJ)
α, ον, A of or for a procession, D.H.Dem.32.
German (Pape)
[Seite 678] zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευ-τήριος)].