προκαταπλάσσω

Revision as of 21:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A plaster before, in Pass., Heras ap.Gal.13.547, Herod.Med. ap. Orib.Fr.70 (= Aët.5.130).

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπλάσσω: ἐπιθέτω κατάπλασμα πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 263.

Greek Monolingual

Α
επιθέτω κατάπλασμα εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλάσσω «βάζω κατάπλασμα»].