ὁ,= A σακκοφόρος 1, Διονύσου . . σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).
ὁ, Αλάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].