σακηφόρος

Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ,= A σακκοφόρος 1, Διονύσου . . σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].