σκίφη

Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, (skifo/s) = knipei/a, Crantor ap. D.L.4.27:—also σκιφία, ἡ, Hsch. A s.v. κιμβεία.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = κνιπεία, Crantor bei D. L. 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

σκίφη: [ῑ], ἡ, (σκιφὸς) = κνιπεία, Κράντωρ παρὰ Διογ. Λ. 4. 27· -ὡσαύτως σκιφία, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κυμβία.

Greek Monolingual

και σκιφία, ἡ, Α σκιφός
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.

Russian (Dvoretsky)

σκίφη: (ῑ) ἡ бедность, скудость Diog. L.