σκοιός
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ά, όν, A shady, restd. by Schneid. in Nic.Th.660, from the Sch. (who explains the vulg. σκαιοῖς by σκιεροῖς, ἀνηλίοις) and Hsch.
German (Pape)
[Seite 901] seltene poet. Form statt σκιερός, Nic. Ther. 660 nach der vulg.
Greek (Liddell-Scott)
σκοιός: -ά, -όν, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. 660, ἐκ τοῦ Σχολ. (ὅστις ἑρμηνεύει τὴν κοιν. γραφ. σκαιοῖς διὰ τοῦ σκιεροῖς, ἀνηλίοις), καὶ Ἡσύχ.