σταιτουργός
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ὁ, A one who makes dough of spelt, Ostr.Bodl. iii 334 (misspelt στετ-).
Greek Monolingual
ὁ, ἡ Α
αυτός που φτειάχνει σταιτήϊα
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + -ουργός (< ἔργον)].