συγκατολισθάνω
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A slip and fall together, D.S.1.30.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
και συγκατολισθαίνω Α κατολισθάνω
γλιστρώ και εγώ μαζί με άλλους.