συγγείτνιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A neighbouring, CPR206.9 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].
Greek Monolingual
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].
Full diacritics: συγγείτνιος | Medium diacritics: συγγείτνιος | Low diacritics: συγγείτνιος | Capitals: ΣΥΓΓΕΙΤΝΙΟΣ |
Transliteration A: syngeítnios | Transliteration B: syngeitnios | Transliteration C: syggeitnios | Beta Code: suggei/tnios |
ον, A neighbouring, CPR206.9 (ii A.D.).
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].