συλλάλημα

From LSJ
Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλᾰλημα Medium diacritics: συλλάλημα Low diacritics: συλλάλημα Capitals: ΣΥΛΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: syllálēma Transliteration B: syllalēma Transliteration C: syllalima Beta Code: sulla/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, A conversation, Hsch.s.v. συναιρήματα.

Greek (Liddell-Scott)

συλλάλημα: τό, τὸ λαλεῖν ὁμοῦ, ἢ ἐρώτημα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συναιρήματα· ― οὕτω συλλάλησις, ἡ, Φιλόδημ.· καὶ συλλαλία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».

Greek Monolingual

τὸ, Α συλλαλῶ
(κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις».