συνθυσιάζω
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: συνθῠσιάζω | Medium diacritics: συνθυσιάζω | Low diacritics: συνθυσιάζω | Capitals: ΣΥΝΘΥΣΙΑΖΩ |
Transliteration A: synthysiázō | Transliteration B: synthysiazō | Transliteration C: synthysiazo | Beta Code: sunqusia/zw |
A sacrifice together, Eulogius ap.Phot.Bibl.p.536B.
συνθῠσιάζω: θυσιάζω ὁμοῦ, Ἄβελ τῷ Κάϊν... συνεθυσίαζε Εὐλόγ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 536. 33.
Μ θυσιάζω
θυσιάζω μαζί με κάποιον άλλο.