συνομιλία

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλία Medium diacritics: συνομιλία Low diacritics: συνομιλία Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Transliteration A: synomilía Transliteration B: synomilia Transliteration C: synomilia Beta Code: sunomili/a

English (LSJ)

ἡ, A intercourse, Ph.2.653.

Greek (Liddell-Scott)

συνομῑλία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ συνομιλεῖν, συναναστρέφεσθαι, τῆς τοῦ θεοῦ συνομιλίας ἀξιούμενοι Ideler Phys 2. 242, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και συνομελία Α [[συνομιλῶ / συνομελῶ]]
νεοελλ.
συνδιάλεξη, συζήτηση
μσν.-αρχ.
συναναστροφή.