συνομιλία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A intercourse, Ph.2.653.
Greek (Liddell-Scott)
συνομῑλία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ συνομιλεῖν, συναναστρέφεσθαι, τῆς τοῦ θεοῦ συνομιλίας ἀξιούμενοι Ideler Phys 2. 242, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και συνομελία Α [[συνομιλῶ / συνομελῶ]]
νεοελλ.
συνδιάλεξη, συζήτηση
μσν.-αρχ.
συναναστροφή.