ταπιδυφάντης
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ου, ὁ, A carpet-weaver, PHib.1.112.76 (iii B.C.); written ταπιδοφ-, PCair.Zen.484.2,3,17 (iii B.C.): hence τᾰπῐδῠφ-αντικά, τά, proceeds of tax on carpet-weavers, Ostr.Bodl.i 47 (ii B.C., -υφ-).
Greek Monolingual
και ταπιδοφάντης, ὁ, Α
υφαντής ταπήτων, κατασκευαστής χαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάπις, -ιδος + ὑφαντής (< ὑφαίνω, πρβλ. ἐριο-υφάντης)].