ταβελλίων

From LSJ
Revision as of 12:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰβελλίων Medium diacritics: ταβελλίων Low diacritics: ταβελλίων Capitals: ΤΑΒΕΛΛΙΩΝ
Transliteration A: tabellíōn Transliteration B: tabelliōn Transliteration C: tavellion Beta Code: tabelli/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, = Lat. A tabellio, PStrassb.1.15 (v A.D.), PMasp.121.30 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ταβελλίων: -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, συμβολαιογράφος ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, -iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)).