τιτύρινος

From LSJ
Revision as of 13:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑτύρῐνος Medium diacritics: τιτύρινος Low diacritics: τιτύρινος Capitals: ΤΙΤΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: titýrinos Transliteration B: tityrinos Transliteration C: tityrinos Beta Code: titu/rinos

English (LSJ)

[ῠ] αὐλός, ὁ, a A shepherd's pipe, Artem.Eph. ap. Ath.4.182d, cf.Amerias ib.176c, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1121] αὐλός, eine Schalmei oder Hirtenflöte, wahrscheinlich von dem Hirtennamen Τίτυρος abgeleitet, Ath. IV, 182 c aus Artemid.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτύρῐνος: αὐλός, ὁ, ποιμενικὸς αὐλός, «μόναυλος, ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.

Greek Monolingual

ὁ, Α Τιτύρας
φρ. «τιτύρινος αὐλός»
α) ποιμενικός αυλός
β) (κατά τον Ησύχ.) «μόναυλος ἤ αὐλὸς καλάμινος».