τρίρριζος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ον, A with three roots, ὀδόντες Gal.2.753.
Greek (Liddell-Scott)
τρίρριζος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ῥίζας, ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16, Μελέτ. ἐν Κραμήρ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 28.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. ὀκτά-ρριζος].