τρυπητήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A pierced vessel, Ph.Bel.90.28.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπητήρ: ῆρος, ὁ, ἀγγεῖον τρυπητόν, κοινῶς τρυπητῆρι, Φίλων. Βελοπ. 90.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΝΑ
βλ. τρυπητήρας.
Full diacritics: τρῡπητήρ | Medium diacritics: τρυπητήρ | Low diacritics: τρυπητήρ | Capitals: ΤΡΥΠΗΤΗΡ |
Transliteration A: trypētḗr | Transliteration B: trypētēr | Transliteration C: trypitir | Beta Code: truphth/r |
ῆρος, ὁ, A pierced vessel, Ph.Bel.90.28.
τρῡπητήρ: ῆρος, ὁ, ἀγγεῖον τρυπητόν, κοινῶς τρυπητῆρι, Φίλων. Βελοπ. 90.
-ῆρος, ὁ, ΝΑ
βλ. τρυπητήρας.