τυμπανοτερπής

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνοτερπής Medium diacritics: τυμπανοτερπής Low diacritics: τυμπανοτερπής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: tympanoterpḗs Transliteration B: tympanoterpēs Transliteration C: tympanoterpis Beta Code: tumpanoterph/s

English (LSJ)

ές, A delighting in drums, Orph.H.27.11.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπανοτερπής: -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο-τερπής].