φαρσοφόρος
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ὁ, = A signifer, vexillarius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φαρσοφόρος: ὁ, σημαιοφόρος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
σημαιοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + -φόρος].