χαμαίγειρον
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
τό, A = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112.
Greek (Liddell-Scott)
χαμαίγειρον: τό, = βήχιον, «φυτὸν ἔχον φύλλα ὅμοια κισσῷ, μέζονα δὲ ς΄ ἢ ζ΄, ἐκ μὲν τῶν πρὸς τὰ ἄνω χλωρά, ἐκ δὲ τῶν πρὸς τὰ κάτω λευκά, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 116 (126).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το φυτό βήχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + αἴγειρος, ονομ. δέντρου].