χρυσόβωλος

Revision as of 15:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with soil of gold, i.e. containing gold, γῆς λέπας E.Rh.921.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόβωλος: -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ ἔδαφος ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς λέπας Εὐρ. Ρῆσ. 921.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes d’or.
Étymologie: χρυσός, βῶλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί-βωλος].

Greek Monotonic

χρῡσόβωλος: -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό έδαφος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόβωλος: богатый золотоносными пластами (γῆς λέπας Eur.).

Middle Liddell

χρῡσό-βωλος, ον, [βῶλον]
with soil of gold, Eur.