χωστέον
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
A one must fill up, τὴν φάραγγα Arr.An.4.21.2; one must pile up, λουτῆρα Gp.14.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
χωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γεμίσῃ διὰ χώματος, νὰ πληρώσῃ, τὴν φάραγγα Ἀρρ. Ἀνάβ., 4. 21, 2·