ἀθερώδης
From LSJ
γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
English (LSJ)
ες, (ἀθήρ) A bearded like ears of corn, Thphr.HP7.11.2. 2 = ἀθαρώδης, [Gal.]19.440.
German (Pape)
[Seite 46] hachelartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθερώδης: -ες, (ἀθήρ, εἶδος) φέρων ἀθέρας ὡς ὁ στάχυς τοῦ σίτου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7.11. 2. 2) = ἀθαρώδης, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ες
I 1con barbas como las de las espigas de trigo (ταῦτα) στάχυν οὐκ ὀξὺν οὐδ' ἀθερώδη ἔχοντα (plantas) que tienen una espiga roma y sin barbas Thphr.HP 7.11.2.
2 que tiene forma de punta o aguijón σκορπίουρος ... ἡ βοτάνη καλεῖται, ἐπειδὴ ἡ ῥίζα αὐτῆς παρεμφερής ἐστι τῷ τοῦ ζῴου κέντρῳ, ἀ. οὖσα Sch.Nic.Th.676d (aunque tb. interpr. como piloso).
II v. ἀθαρώδης.